Η τέχνη μπορεί να επηρεάσει τους ανθρώπους δυναμικά, να τους συγκινήσει και να τους ενθουσιάσει. Ο Buber χρησιμοποιεί το παράδειγμα της τέχνης για να δείξει πώς η μία διάσταση της πραγματικότητας, η διάσταση του Εσύ, μεταβαίνει στην άλλη, τη διάσταση του Αυτό (Αποστολόπουλος, 1991). Πιστεύει πως η τέχνη έλκει την καταγωγή της από μια οπτασία-έμπνευση που, εμφανιζόμενη στην ψυχή του καλλιτέχνη, απαιτεί να γίνει έργο. Αν ο άνθρωπος (καλλιτέχνης) αναλάβει αυτή τη μετουσίωση και δοθεί με όλο του το είναι στην πρόσκληση, με αυτοθυσία και τόλμη, εάν σχετιστεί με μορφή Εγώ-Εσύ στην οπτασία, τότε εισρέει η δημιουργός δύναμη και γεννιέται το έργο τέχνης. Το έργο τέχνης που δημιουργείται είναι ένα «πράγμα» που μπορεί κανείς να γνωρίσει εμπειρικά και το οποίο έχει συγκεκριμένες (ενδεχομένως σταθερές) ιδιότητες. Εάν για παράδειγμα βιώνεται μια λύπη, εκφράζοντας τη λύπη αυτή με μουσική που παράγει το άτομο πρέπει να περάσει την εμπειρία του σε πράξη εξαντικειμενικεύοντας έτσι το βίωμα της λύπης. Με τον τρόπο αυτό, ό,τι είναι άμεσο στην αρχή χάνει βαθμηδόν την αμεσότητά του καθώς υφίσταται την παρεμβολή διαφόρων μέσων, τίθεται εντός ορίων και μετριέται με σταθμά γενικώς παραδεκτά. Έτσι η δημιουργία τέχνης εξυπηρετεί τόσο την ανάγκη του ατόμου για αυτοέκφραση όσο και για επικοινωνία – κοινωνικοποίηση. Υπάρχει ευτυχώς η δυνατότητα μιας επανα-μεταμόρφωσης της καλλιτεχνικής πράξης από το Αυτό στο Εσύ, όταν π.χ. το άτομο σχετιστεί με τη μουσική με όλο του το είναι σε μια σχέση «I-Thou» και βιώσει σε υπαρξιακό επίπεδο τα συναισθήματα που αυτή εμπεριέχει και εκφράζει. Έτσι προκύπτει το παράδοξο ότι ένα πραγματοποιημένο έργο είναι ταυτόχρονα και απο-πραγματοποιημένο (άνευ πραγματικότητας), καθώς μεταβαίνει από τη σφαίρα του «Εσύ» στη σφαίρα του «Αυτό».
Ο Buber θεωρεί ότι προαπαιτείται κάποιας μορφής ασφάλεια για να έρθει κάποιος σε έναν πραγματικό, ουσιαστικό διάλογο, να μπορέσει να δείξει την ευάλωτη πλευρά του αλλά και να επιτρέψει στον εαυτό του να μετασχηματιστεί από την επαφή με τον άλλον (Buber, 1969·1975· Αποστολόπουλος, 1991). Δε γίνεται να συναντηθεί κανείς σε υπαρξιακό διάλογο με κάποιον άλλον όταν νιώθει φόβο. Η αναγκαία, λοιπόν, αίσθηση ασφάλειας μπορεί να είναι η βάση του σχετίζεσθαι, μια βάση που μπορεί να οδηγήσει σε μια πραγματική επαφή «I-Thou» και να εξυπηρετήσει τις ανάγκες και των δύο πλευρών. Η μουσική διάδραση με νόημα στο πλαίσιο αυτό μπορεί να οδηγήσει σε μεταμορφωτικές εμπειρίες και σε μια αυθεντική διάδραση εφ’ όρου ζωής.